παραλλάζω

παραλλάζω
αμετ.
1) немного отличаться (от чего-л.); 2) видоизменяться, варьироваться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "παραλλάζω" в других словарях:

  • παραλλάζω — παραλλάζω, παράλλαξα, παραλλαγμένος βλ. πίν. 23 και πρβλ. παραλλάσσω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραλλάζω — παράλλαξα, παραλλαγμένος, διαφέρω κάπως από άλλον: Παραλλάζουν οι δύο γραφικοί χαρακτήρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλοιώνω — (ΑΜ ἀλλοιῶ, όω) [ἀλλοῖος] 1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω 2. παραλλάζω, παραμορφώνω 3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός νεοελλ. 1. νοθεύω, παραχαράσσω 2.… …   Dictionary of Greek

  • παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • παραφέρω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. παρφέρω Α, παραφέρνω Ν νεοελλ. βλ. παραφέρνω νεοελλ. αρχ. μέσ. παραφέρομαι εξάπτομαι, παρεκτρέπομαι μσν. αρχ. επικαλούμαι («πίστεις παραφέροντες τοῡ μὴ βεβαίως αυτοὺς διηλλάχθαι», Δίον. Αλ) αρχ. 1. (σχετικά με φαγητά και… …   Dictionary of Greek

  • παραλλάσσω — παραλλάσσω, παράλλαξα, παραλλαγμένος βλ. πίν. 27 και πρβλ. παραλλάζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καμουφλάρω — και καμουφλαρίζω (λ. γαλλ.), καμουφλάρισα, καμουφλαρίστηκα, καμουφλαρισμένος, παραλλάζω την εξωτερική εμφάνιση θέσης ή αντικειμένου για απόκρυψη: Τα τανκς ήσαν καμουφλαρισμένα και δεν τα είδε ο εχθρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποικίλλω — ποίκιλα, ποικίλθηκα, ποικιλμένος, η, ο 1. κάνω κάτι ποικίλο, το στολίζω: Το ποικίλαμε κάπως το γραφείο. 2. παραλλάζω, κάνω κάτι διαφορετικό, αλλάζω: Συχνά ποικίλλω τη δίαιτά μου. 3. μτφ., κάνω κάτι ωραίο, διακοσμώ: Ο Καρκαβίτσας ποικίλλει το λόγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»